- καταρίθμηση
- η (Α καταρίθμησις) [καταριθμώ]η ακριβής αρίθμηση, η απαρίθμησηαρχ.ο υπολογισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταριθμήσῃ — καταριθμήσηι , καταρίθμησις computation fem dat sg (epic) καταριθμέω count aor subj mid 2nd sg καταριθμέω count aor subj act 3rd sg καταριθμέω count fut ind mid 2nd sg καταριθμέω count aor subj mid 2nd sg καταριθμέω count aor subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)